Ψάχνοντας ένα σωρό με παλιά περιοδικά,
βιβλία κτλ. στο πατρικό μου, έπεσε το μάτι μου σε ένα ταλαιπωρημένο
τεύχος των ''Επιλογών'', του περιοδικού της πάλαι ποτέ ''Μακεδονίας''. Η
έκπληξη μου έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν είδα ότι πρόκειται για το πρώτο
τεύχος, που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1982. Μου κέντρισε την προσοχή
ένα άρθρο με τίτλο ''Μεγαλούπολη ή τερατούπολη;'', του Νίκου Βολωνάκη.
Έχει ενδιαφέρον από πολλές απόψεις, γιατί σκιαγραφεί μια Θεσσαλονίκη, 36
χρόνια πριν αλλά και μας βοηθάει να κάνουμε συγκρίσεις με την σημερινή
πραγματικότητα. Το παραθέτω, χωρίς καμιά δική μου παρέμβαση.....
Μεγαλούπολη ή τερατούπολη;
Εικόνες
και αριθμοί πού αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπο τής πόλης μας — Οι
δραματικές αλλαγές τής τελευταίας δεκαπενταετίας- Μετακινήσεις πληθυσμού και ποιότητα ζωής.
«Μπα, ή Θεσσαλονίκη έχει θάλασσα; Και τι την χρειάζεται;». Μ’ αυτήν την παραδοξολογία - ή για πολλούς αιθυλική αναφώνηση - είχε ξεκινήσει την επίσκεψή του στη συμπρωτεύουσα, πριν δέκα μήνες, ο
διάσημος συγγραφέας Λουί Αραγκόν. Είναι βέβαια ματαιοπονία να επιχειρεί κανείς να ερμηνεύσει ένα αποσπασματικό ευφυολόγημα,
προβάλλοντας τις προεκτάσεις του στην πραγματικότητα. Ωστόσο η ειρωνεία
αυτή αντικατοπτρίζει ένα σύνολο χαμένων ευκαιριών που είχε κατά καιρούς η
πόλη μας, για να γίνει πραγματικά ανθρώπινη. Για να προσφέρει
ικανοποιητικό επίπεδο ποιότητας ζωής. Για ν’ αποτελεί καύχημα για τους
ίδιους τους κατοίκους της.
Η σημερινή Θεσσαλονίκη έχει χαντακωμένες
τις ομορφιές της. Η μεγαλούπολη των 750.000 κατοίκων ψάχνει μάταια εδώ και πολλά χρόνια για να βρει τη νέα της ταυτότητα. Κονταροχτυπημένη, από
την άναρχη πορεία της στο δρόμο του τσιμέντου, βρίσκεται τώρα στον
θάλαμο εντατικής παρακολούθησης για τη σωτηρία της. Της λείπει το
οξυγόνο του πράσινου, παρουσιάζει αναπνευστική ανεπάρκεια άπ’ τη
μόλυνση του αέρα, διψάει για καθαρή θάλασσα, παθαίνει εμβολές στην
κυκλοφορία αυτοκινήτων, είναι ανάπηρη στις συνοικίες των δυτικών άκρων,
έχει παράλυτη την Άνω Πόλη, έχει βαριά σεισμικά τραύματα στα μνημεία
της, παθαίνει ανορθόδοξη μετάσταση ο πληθυσμός της, έχει 3.500 ταβέρνες, εστιατόρια, πάμπς και μόνο ένα θέατρο της προκοπής.
Η θεραπεία που αποφασίστηκε απ’ τους κρατικούς φορείς για επείγουσα μεταμόσχευση του...
πεπτικού συστήματος - βλέπε την κατασκευή του κεντρικού αποχετευτικού αγωγού — δίνει ελπίδες σωτηρίας σ’ ένα μόνο τομέα της υποβαθμισμένης εξυπηρέτησης. Ελπίδες ακριβές που θα κοστίσουν συνολικά
οκτώ δισεκατομμύρια δραχμές, όλα χρέη παλιά, απλήρωτες επιταγές μιας
πολύχρονης αδιαφορίας στο παρελθόν.
Τώρα που - όπως κάθε Σεπτέμβρη -
οι προβολείς της επικαιρότητας φωτολούζουν τη χιλιοτραγουδημένη, πάλαι
ποτέ «φτωχο-μάνα», αξίζει να κάνει κανείς μια περιήγηση στα σοκάκια της,
όχι όμως σ’ αυτά τα καθημερινά του Αγίου Παύλου, αλλά σ’ αυτά που
άνοιξε μια πρόσφατα εκδοθείσα μελέτη για την πόλη. Πρόκειται για τη
μελέτη οικιστικής ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης που εκπόνησε ομάδα εργασίας
του τεχνικού επιμελητηρίου Ελλάδας και που στοχεύει σωστά σε μια πρώτη επιστημονική και τεκμηριωμένη προσέγγιση στη σκληρή πραγματικότητα που
παρουσιάζει η πόλη πίσω από τη βιτρίνα των αξιοθέατων.
Γιατί, είναι
σαν να κρυβόμαστε πίσω από το μικρό μας δάχτυλο αν δεν προβληματιστούμε
τουλάχιστον μαθαίνοντας ότι 8.000 σπίτια της Θεσσαλονίκης είναι
αυθαίρετα, ότι 18.000 σπίτια δεν διαθέτουν μπάνιο, ότι μόνο στην
Καλαμαριά υπάρχουν νόμιμα χτισμένες μονοκατοικίες, ότι 140.000 τόνοι
λυμάτων και αποβλήτων για μερικά χρόνια ακόμη θα χύνονται καθημερινά
χωρίς καθαρισμό στον κόλπο, ότι για να διανύσει κανείς με αυτοκίνητο μια απόσταση στο κέντρο της πόλης - σε ώρα αιχμής — χρειάζεται περισσότερο χρόνο απ’ όσο πάει με τα πόδια.
Η
Θεσσαλονίκη είναι η πόλη των βιοτεχνιών. Το ποσοστό του απασχολούμενου
δυναμικού σ’ αυτόν τον παραγωγικό τομέα είναι το υψηλότερο από κάθε
άλλο. Από το σύνολο των 220.000 ατόμων του ενεργού πληθυσμού, οι εργαζόμενοι σε βιοτεχνίες
ξεπερνάνε τις 55.000. Αντίθετα, στον πρωτογενή τομέα οι απασχολούμενοι
σημείωσαν μια κατακόρυφη πτώση την τελευταία δεκαετία, κατά 70%. Στη
χρονική αυτή περίοδο, η δημιουργία νέων επιχειρήσεων παρουσίασε ζήτηση
διευθυντικών και γενικά διοικητικών στελεχών με αποτέλεσμα το ποσοστό
τους ν’ ανέβει κατά 134%, παράλληλα με μια σταθερή αύξηση που σημείωνε ο αριθμός των επιστημόνων και των ελεύθερων επαγγελματιών.
Η
βιοτεχνούπολη είναι φανερό ότι σημειώνει ιδιαίτερες επιδόσεις στον κλάδο
κατασκευής έτοιμων ρούχων και παπουτσιών, αφού οι μονάδες αυτές
συγκεντρώνουν το μισό δυναμικό (26.000) του βιοτεχνικού συνόλου. Στη
συνέχεια, κατά σειρά ακολουθούν οι βιομηχανίες καπνού με 6.000 εργαζόμενους, υφαντικής, τροφίμων, ηλεκτρικών ειδών, μή μεταλλικών
ορυκτών, μετάλλου, χημικών, πλαστικών, ελαστικού, ξύλου, φελού,
κατασκευών επίπλων. Βλέπουμε δηλαδή, μεγάλη συγκέντρωση παραγωγικών μονάδων καταναλωτικών αγαθών, πράγμα που χαρακτηρίζει και τη γενικότερη βιομηχανική ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Μια ιδιάζουσα θέση σε πανελλήνια κλίμακα κατέχει η Θεσσαλονίκη, όσον αφορά τον
αριθμό των εργαζομένων στις υπηρεσίες (κυβερνητικές ή μη) αφού έχει
40.000 απασχολούμενους σ’ αυτές, δηλαδή το 18,5% του ενεργού της πληθυσμού. Έτσι, χωρίς να παρουσιάζει την εικόνα της ελληνικής επαρχίας όπου υπάρχουν ελάχιστες υπηρεσίες και καθόλου κυβερνητικές, απέχει πολύ και από την
εικόνα της Αθήνας, όπου το 1971 είχαν καταμετρηθεί στις υπηρεσίες 184.768 άτομα.
Η τσιμεντούπολη στεγάζει στο κεντρικό και δυτικό της τμήμα τις περισσότερες
βιοτεχνίες σε μια, φυσικά, αποτυχημένη και ενοχλητική συνύπαρξη με τα
σπίτια. Το μέσο μέγεθος κατοικίας του Θεσσαλονικιού είναι 81 τ.μ. Τα μικρότερα σε εμβαδόν σπίτια χτίστηκαν στις περιοχές Τούμπας και Χαριλάου ενώ οι
χειρότερες περιοχές, από την άποψη της πυκνοκατοίκησης, είναι οι Συκιές (αντιστοιχεί 19 τ.μ. ανά άτομο) και η Πυλαία (20 τ.μ.). Ακολουθούν ο
συνοικισμός Αξιού, η Αρετσού, τα Ελευθέρια και ο Εύοσμος. Στην Πυλαία και στις
Συκιές παρατηρούνται επίσης και τα χαμηλότερα νοίκια: Από το σύνολο
των οικογενειών που μελετήθηκαν, το 61% μένει σε ιδιόκτητο σπίτι και το 37%
μένει με νοίκι.
Κύριο χαρακτηριστικό της εξέλιξης της κοσμοβριθούς
σήμερα Θεσσαλονίκης, στα χρόνια 1963 - 75, είναι η αποκλειστική σχεδόν επέκταση της πόλης προς το δυτικό τμήμα της. Οφείλεται στην έντονη
πληθυσμιακή ανάπτυξη που παρουσίασε το τμήμα αυτό της πόλης εξαιτίας
της εγκατάστασης εκεί βιομηχανικών συγκροτημάτων. Η επέκταση αφορά
βέβαια την κατοικία και την απασχόληση.
Από τα κτήρια που
κατασκευάστηκαν μετά το 1970, το 53% στο σύνολο του πολεοδομικού
συγκροτήματος, είναι κακής ή μέτριας κατασκευής. Υψηλή συγκέντρωση
τέτοιων κτηρίων βρίσκει κανείς στους δήμους Νεάπολης, Σταυρούπολης και
Πολίχνης. Τα κτήρια καλής μέχρι πολυτελούς κατασκευής αποτελούν το 17%
του συνόλου και εντοπίζονται στο ανατολικό τμήμα της πόλης, στο κέντρο και
κυρίως στην περιοχή γύρω από τη Βασιλίσσης Όλγας.
Τώρα, όσον αφορά την
πυκνότητα κατοίκων ανά εκτάριο στην κονσερβούπολη. Ψηλότερες πυκνότητες
παρουσιάζει η περιοχή ανάμεσα στην Εγνατία και την οδό Ολυμπιάδος, από
το Βαρδάρι ως το πανεπιστήμιο (1.739 κάτοικοι ανά εκτάριο). Πολύ ψηλές
πυκνότητες παρουσιάζουν και οι περιοχές Καλλιθέας και Βάρνας, Ρήγα
Φεραίου και Κολοκοτρώνη στις Συκιές, από Στρατηγείο μέχρι την Ανθέων
και από την Κέννεντυ μέχρι τη Δελφών.
Τα
μεγαλύτερα ρεκόρ στις πληθυσμιακές αυξήσεις της Θεσσαλονίκης — ειδικά
τη δεκαετία του 1960 που ξεπέρασε το 46% — έχουν σημειώσει οι δυτικές
κοινότητες. Κατά 63% η απότομη αύξηση τού πληθυσμού οφείλεται σε εσωτερική μετανάστευση και το υπόλοιπο στην φυσική αύξησή του. Ο Εύοσμος
κατέχει τα πρωτεία με τρομακτική αύξηση κατά 190%, που τώρα όμως, η εξέλιξη αυτή έπεσε σε 15%. Ακολουθεί το Ελευθέριο με 106% που τώρα είναι
μόνο 25%. Αντίθετα, πριν δέκα χρόνια ο πληθυσμός του Πανοράματος
πολλαπλασιαζόταν κατά 51% ενώ τώρα— μετά τους σεισμούς ειδικά — κατά
326%...
Ο μεγαλύτερος βαθμός απουσίας παιδιών παρατηρείται στο κέντρο
της πόλης, ενώ οι Αμπελόκηποι (22.000 κάτοικοι), η Νεάπολη (17.000), η
Πολίχνη και η Σταυρούπολη είναι οι περιοχές που συγκεντρώνουν
περισσότερα παιδιά, 0-14 χρονών. Τα μεγάλης ηλικίας άτομα 40 και πάνω,
είναι συγκεντρωμένα στο κέντρο και την Καλαμαριά. Οι μισοί
οικογενειάρχες στη Θεσσαλονίκη κατάγονται από την κεντρική Μακεδονία,
ένα 20% από την ανατολική Μακεδονία — Θράκη και μόνο το ένα τρίτο από το
νομό της συμπρωτεύουσας.
Οι περισσότεροι Πόντιοι ζουν στην Καλαμαριά,
στην Άνω Πόλη και στη Χαριλάου. Κανένας, παραδόξως, δεν έχει καταγραφεί
στην Πυλαία. Αποκαλύφθηκε επίσης ότι η συντριπτική πλειοψηφία των
«Θεσσαλονικιών» κατάγεται από αγροτικές και ημιαγροτικές περιοχές
(43%)...
Ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει και μια σφυγμομέτρηση που
έγινε ανάμεσα σε Θεσσαλονικιούς, σχετικά με τον τρόπο που μπορεί κανείς
να αναρριχηθεί κοινωνικά. Το 27% των ερωτηθέντων απάντησε πως το μόνο
μέσο είναι η απόκτηση χρημάτων, το 23% η μόρφωση, το 8% οι γνωριμίες ή
οι κομπίνες και το 18% η ικανότητα του ατόμου και ο τρόπος ζωής. Ένα
πολύ μικρό ποσοστό (2%) του δείγματος δήλωσε ότι η κοινωνική θέση των ατόμων μπορεί να αλλάξει μόνο σαν συνέπεια κοινωνικοπολιτικής αλλαγής.
Ως προς το είδος εργασίας που προτιμούν στην πρώτη θέση τοποθέτησαν το επάγγελμα του δικηγόρου (56%), στη δεύτερη το δάσκαλο (17%) και τρίτη
τον υπάλληλο της τράπεζας (5%). Το τελευταίο αυτό επάγγελμα
τοποθέτησαν, αντίθετα, πρώτο, οι οικογένειες των ανατολικών τομέων. Ύστατη προτίμηση αποτελεί η δουλειά του παντοπώλη, του ηλεκτρολόγου και
του λογιστή.
Παρά τις δραματικές αλλαγές
που έχουν στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία δέκα χρόνια, δύσκολα θα μπορούσε
κανείς να πει ότι ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά διάρθρωσης της έχουν αλλάξει. Έτσι, η συγκέντρωση βιομηχανιών στις βορειοδυτικές κοινότητες, η σημασία της
θάλασσας στην οικιστική ανάπτυξη της πόλης, η μεγάλη αντίθεοη ανάμεσα στο κέντρο
και τις συνοικίες, καθώς επίσης και η συγκέντρωση των υψηλών εισοδημάτων στις
κεντρικές περιοχές, είναι χαρακτηριστικά που υπήρχαν εδώ και πολλά χρόνια.
Οι κεντρικές αυτές περιοχές «έλκουν» τα υψηλά εισοδηματικά στρώματα και μόνο
όταν γεμίσουν αρχίζει η μετακίνηση προς τις διπλανές, πάντα προς την
αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν όπου εγκαθίστανται οι βιομηχανίες. Αντίθετα, οι εσωτερικοί μετανάστες εγκαθίστανται ακριβώς εκεί που μπορούν να βρούν δουλειά καί στη συνέχεια τείνουν να ακολουθήσουν μια πορεία προς τις νοτιοανατολικές περιοχές. Τέλος, οι εξυπηρετήσεις παρακολουθούν την κοινωνική στρωμάτωση, με την έννοια ότι οι πιο «αποδοτικές χρήσεις» προσκολλούνται εκεί που είναι εγκατεστημένα τα ψηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Για τον δεκαπενθήμερο επισκέπτη της
Θεσσαλονίκης αυτή την εποχή, η λάμψη των πυροτεχνημάτων δεν είναι αρκετής διάρκειας για να φέρει στο φώς μερικές άγνωστες πτυχές αυτής της
πόλης των θεαματικών αντιθέσεων. Της πόλης που έχει τόσες εκκλησιές
όσους και κινηματογράφους. Που διαθέτει 5.000 ηλεκτρονικά παιχνίδια
—ακατάλληλα για παιδιά και απρόσιτα από μεγάλους— στεγασμένα σε
σκοτεινά ισόγεια μαγαζιά, τα περισσότερα δίπλα άπ’ το ίδιο σκοτεινά
και ανεπαρκή σχολεία.
Της πόλης που εβδομήντα ακριβώς χρόνια μετά
την απελευθέρωσή της είναι τώρα σκλαβωμένη και ουσιαστικά έγκλειστη σε
τετραγωνισμένα κελιά πολυκατοικιών. Της πόλης που διαθέτει ένα θλιβερό
ρεκόρ: πράσινο 0%...
Στην πρώτη δεκαετία της μεταπολεμικής περιόδου έγινε μια εκτεταμένη ανοικοδόμηση του κέντρου και απομάκρυνση του πληθυσμού που ζούσε σε χαμόσπιτα. Η πυρκαγιά τού 1917 και το σχέδιο
Χεμπράρ είχαν ήδη δώσει μια ώθηση γι’ αυτό αλλά το μόνο απομεινάρι
σήμερα άπ’ το σχέδιο εκείνο είναι η οδός Αριστοτέλους.
Τελικά, η
μικρασιατική καταστροφή οδήγησε στον πλήρη κατατεμαχισμό διαφόρων εκτάσεων στην περιφέρεια της πόλης για τη δημιουργία των
προσφυγικών οικισμών, κίνηση που αποτέλεσε την χαριστική βολή στη μεγάλη ιδιοκτησία, την πλήρη εμπορευματοποίηση της γης. με επακόλουθο την ανάπτυξη κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων.
Ρωτήσαμε τον πολεοδόμο -
χωροτάκτη κ. Λευτέρη Τσουλουβή, που ήταν και υπεύθυνος της ομάδας εργασίας για το ρυθμιστικό σχέδιο της Θεσσαλονίκης, τις απόψεις του για
την πόλη αυτή με τις χίλιες μορφές.
Ποιά είναι η σημερινή πολεοδομική φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης, ήταν το ερώτημα.
- Για
να μιλήσει κανείς για την φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης, όπως έξ άλλου
και οποιασδήποτε άλλης πόλης, πρέπει να ξεκινήσει από την επισήμανση των
κοινών χαρακτηριστικών των ελληνικών αστικών κέντρων. Η απρογραμμάτιστη ανάπτυξη, η δημιουργία αυθαιρέτων οικισμών έξω από τα όρια τού σχεδίου
πόλης και η ύπαρξη ενός σωρού αυθαιρέτων ή παράτυπων κατασκευών στο εσωτερικό των πόλεων, αποτελούν φανερές περιπτώσεις κοινών
χαρακτηριστικών για τα ελληνικά αστικά κέντρα. Άλλο τόσο είναι κοινά τα
χαρακτηριστικά του κατατεμαχισμού των οικοπέδων, το χτίσιμο
πολυκατοικιών με το σύστημα της αντιπαροχής, η εξαφάνιση κάθε
κοινόχρηστου ελεύθερου χώρου και η δημιουργία ενός ασφυκτικού αστικού
περιβάλλοντος. Μπορεί ακόμη να προστεθεί εδώ η διασπορά όλων των
δραστηριοτήτων (μικροβιοτεχνίες, εμπόριο) σ' ολόκληρη την πόλη με
συνέπεια την ανυπαρξία καθαρών περιοχών κατοικίας με συνθήκες ήσυχης
διαβίωσης. Τέλος, κι αυτό αποτελεί ένα σημαντικό χαρακτηριστικό που
διαφοροποιεί την ελληνική πόλη από την ευρωπαϊκή, κοινό γνώρισμα των ελληνικών πόλεων είναι επίσης η συγκέντρωση των ψηλότερων κοινωνικών
στρωμάτων στο κέντρο και η έλλειψη διαδικασιών αποκέντρωσης των
στρωμάτων αυτών στην περιφέρεια.
Όσο αφορά το κέντρο της
Θεσσαλονίκης, μπορεί να πει κανείς πως στην ζώνη που περικλείεται ανάμεσα
στην Αγίου Δημητρίου, την παραλία, την Αγγελάκη, το λιμάνι και τον
σταθμό, σε μια επιφάνεια δηλαδή που αντιστοιχεί στο 1/5 της συνολικής επιφάνειας που είναι μέσα στο σχέδιο πόλης (με τα στοιχεία τού Τ.Ε.Ε. για το 1979) συγκεντρώνονται οι πιο βασικές οικονομικές,
διοικητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Εδώ εργάζεται ο μισός
σχεδόν απασχολούμενος πληθυσμός του συγκροτήματος, είναι εγκατεστημένο
το ένα τέταρτο των μικροβιοτεχνιών που κατακλύζουν τα υπόγεια των
οικοδομών όλης της πόλης και λειτουργούν τα μισά εμπορικά καταστήματα
που δεν αφορούν τρόφιμα και ποτά. Ακόμη, σ' αυτόν τον μικρό χώρο
συνυπάρχουν τα 3/4 των γραφείων των ελεύθερων επαγγελματιών, τα 4/5 των τραπεζών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων και πάνω από τις μισές κρατικές υπηρεσίες. Είναι κυριολεκτικά αξιοθαύμαστο πως (και με ποιο κόστος
οικονομικό και κοινωνικό) μέσα σ' ένα τέτοιο εξοντωτικό συναγωνισμό για
χώρο ανάμεσα στις διάφορες οικονομικές δραστηριότητες, στο κέντρο της
πόλης κατοικεί το 1/7 του συνολικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης με
πυκνότητες που τουλάχιστον μέχρι σήμερα συνέχιζαν να αυξάνονται στο
μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής ζώνης όπως ορίστηκε παραπάνω.
Σε ορισμένα
σημεία η πυκνότητα έχει ήδη φτάσει τα 75 άτομα ανά στρέμμα (μικτή
πυκνότητα) ενώ αν αφαιρέσει κανείς δρόμους, πάρκα και άλλους δημόσιους ελεύθερους χώρους, η καθαρή πυκνότητα φτάνει μερικές φορές τα 150 άτομα
κατά στρέμμα. Την στιγμή μάλιστα που, ακριβώς επειδή το κέντρο
συγκεντρώνει και πολλές άλλες χρήσεις εκτός κατοικίας θα μπορούσε να
δικαιολογηθούν εξαιρετικά χαμηλές πυκνότητες. Για παράδειγμα, το Σίτυ
του Λονδίνου είναι στην ουσία ένας χώρος άδειος από κατοικίες (μικτή
πυκνότητα μικρότερη από τρία άτομα στο στρέμμα), ενώ οι αμέσως
γειτονικές περιοχές έχουν πυκνότητες που δεν ξεπερνούν τα 11 άτομα κατά
στρέμμα. Πιο χαμηλές (λιγότερα από δέκα άτομα ανά στρέμμα), είναι οι
πυκνότητες που υιοθετήθηκαν για το χτίσιμο των περισσότερων πόλεων στην
Αγγλία και την Γαλλία.
Ν. ΒΟΛΩΝΑΚΗΣ»
Για την Active Thessaloniki, Κωνσταντίνος Πέγκος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου