Σε διακόσιους θανάτους, πεντακόσιους σοβαρούς τραυματισμούς και συνολικές οικονομικές απώλειες που «αγγίζουν» τα είκοσι δισεκατομμύρια ευρώ για το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης και τους 900.000 κατοίκους του, εκτιμώνται οι επιπτώσεις από έναν πιθανό σεισμό άνω των 6 Ρίχτερ που θα μπορούσε να εκδηλωθεί με επίκεντρο την Άσσηρο, δυτικά της πόλης. Και μπορεί η Θεσσαλονίκη να βίωσε το 1978 έναν παρόμοιο σεισμό (6,5 Ρίχτερ), όμως οι απώλειες και οι ζημιές που αναμένεται ότι θα προκύψουν από έναν νέο, είναι πολύ μεγαλύτερες καθώς έχει αλλάξει πια η Θεσσαλονίκη που «φέρει στην πλάτη της» περιοχές πυκνοδομημένες, με παλιές κτιριακές υποδομές και διάσπαρτα πεπαλαιωμένα δίκτυα κοινής ωφέλειας.
Τα παραπάνω υπογράμμισε ο καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Κυριαζής Πιτιλάκης, παρουσιάζονταςένα από τα βασικά σενάρια που έχουν εκπονήσει οι ειδικοί για τις επιπτώσεις από πιθανό σεισμό στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Η παρουσίαση έγινε στο πλαίσιο ημερίδας σχετικά με το ευρωπαϊκό πρόγραμμα SYNER-G για την εκτίμηση της σεισμικής τρωτότητας και τη σεισμική διακινδύνευση της Θεσσαλονίκης σε μελλοντικό ισχυρό σεισμό.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το βασικό σενάριο για τον ενδεχόμενο σεισμό στην Άσσηρο, αναμένονται απώλειες συνδετικότητας της τάξης του 38% ως προς την ηλεκτρική ενέργεια, του 1,5% ως προς το δίκτυο ύδρευσης και μικρές βλάβες στο δίκτυο φυσικού αερίου. Ωστόσο λόγω αυτών των βλαβών υπάρχει μεγάλη πιθανότητα εκδήλωσης πυρκαγιών στα συγκεκριμένα σημεία, στοιχείο για το οποίο θα πρέπει να μεριμνήσει η πυροσβεστική ώστε να βελτιώσει το δίκτυό της. Εκτιμάται, επίσης, ότι θα προκύψουν 140.000 άστεγοι κυρίως στις περιοχές βόρεια και δυτικά της Εγνατίας Οδού και στις περιοχές Ευζώνων και Τούμπας όπου δεν υπάρχουν ελεύθεροι χώροι. Παράλληλα η προσβασιμότητα προς τα νοσοκομεία και τους χώρους συγκέντρωσης υπολογίζεται ότι θα είναι ιδιαίτερα μειωμένη στην περιοχή μεταξύ του λιμανιού, του κέντρου της πόλης και των Αμπελοκήπων και της Μενεμένης.
Σύμφωνα με ένα διαφορετικό σενάριο για πιθανό σεισμό 6,5 Ρίχτερ στην περιοχή του Στίβου, ανατολικά της Θεσσαλονίκης η πρόβλεψη κάνει λόγο για 300 νεκρούς, 700 βαριά τραυματίες και 250.000 αστέγους. Ο κ. Πιτιλάκης σχολίασε ότι οι ειδικοί εξετάζουν διαφορετικά πιθανά σενάρια για την εκδήλωση σεισμού σε διαφορετικά σημεία, είτε ανατολικά, είτε δυτικά, είτε βόρεια, είτε νότια της πόλης. Ωστόσο το μέσο σενάριο, για σεισμό άνω των 6 Ρίχτερ και με πιθανότητα, σύμφωνα με τα διεθνή μοντέλα, 10% στα 50 επόμενα χρόνια, προβλέπει 100 με 200 θανάτους εντός των ορίων του Δήμου Θεσσαλονίκης, 100 με 200 σοβαρά τραυματίες, 500 έως 900 σοβαρά τραυματίες εκτός κινδύνου και 4.000 ελαφρά τραυματισμένους με δεδομένο πληθυσμό πόλης τους 380.000 κατοίκους. Σε ό,τι αφορά τις ζημιές, αναμένεται το 4% των κτιρίων να χαρακτηριστούν κόκκινα, το 66% κίτρινα και το 30% πράσινα.
Σε γενικές γραμμές, από ενδεχόμενο σεισμό «κινδυνεύουν» περισσότερο περιοχές πυκνοδομημένες, με οικοδομές που χτίστηκαν πριν το 1980, (όπως η περιοχή της οδού Κασσάνδρου), γειτονιές με πεπαλαιωμένα δίκτυα κοινής ωφελείας που βρίσκονται διάσπαρτα στην πόλη, δύο γέφυρες στην περιοχή Μυτιληνάκια του Κορδελιού αλλά και μια μικρή γέφυρα που βρίσκεται στην περιοχή του αεροδρομίου της Θεσσαλονίκης.
Σε επίπεδο πρόληψης και με δεδομένο ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο «κόκκινο» ως προς τον κίνδυνο σεισμικότητας στην Ευρώπη, μαζί με την Ιταλία, τη Ρουμανία, την Τουρκία και τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ο καθηγητής του ΑΠΘ ανέφερε ότι αυτή τη στιγμή επειδή η πολιτεία αδυνατεί να ανταπεξέλθει στο κόστος των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ, που αναφέρθηκε νωρίτερα, επιλέγει να μην ασχοληθεί με το ζήτημα. Εναλλακτικά, όμως, θα μπορούσαν να ξεκινήσουν παρεμβάσεις σε νοσοκομεία, σχολεία, βασικούς οδικούς άξονες και κτίρια ώστε σε βάθος δεκαετίας να δίνονται σταδιακά πόροι για έργα, να μειωθεί συνολικά το κόστος των εκτιμώμενων απωλειών και να τονωθεί παράλληλα η οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή. Συνέστησε, ωστόσο, και στους ίδιους τους πολίτες να απαιτήσουν ασφάλεια από την πολιτεία και να μην προχωρούν σε πολεοδομικές αυθαιρεσίες μειώνοντας την ασφάλεια των κατοικιών τους.
Πηγή: ΑΜΠΕ, Θεσσαλονίκη: Εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις σεισμού άνω των 6 Ρίχτερ | Η καλύβα ψηλά στο βουνό
Επι τη ευκαιρία να θυμίσουμε το σεισμό 7 Ρίχτερ της Ιερισσού του 1932:
Ένας αντίστοιχος σεισμός θα μπορούσε να κάνει ιδιαίτερα μεγάλη ζημιά στα 8όροφα της Θεσσαλονίκης λόγω …κατάλληλης ιδιοπεριόδου. Δεν θέλω να …μας στενοχωρήσω, αλλά είμαστε πλέον στη φάση που έχουμε προσεγγίσει την περίοδο επαναφοράς αυτού του σεισμού.
Η Θεσσαλονίκη είναι ανοχύρωτη πόλη, και οι υπεύθυνοι ασχολούνται με ότι μαλακία υπάρχει αλλά όχι με αυτά τα θέματα. Έτσι αφέθηκε να μπει φυσικό αέριο σε όλα τα 8όροφα σαράβαλα. Ο …θεός να βάλει το χέρι του.
*
Εφιαλτικό για τη Θεσσαλονίκη είναι το σενάριο εκδήλωσης σεισμού μεγέθους 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, καθώς προβλέπονται εκτεταμένες ζημιές σε κτίρια και γέφυρες, στο λιμάνι και τις προβλήτες του, αποκλεισμοί δρόμων, ζημιές στα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, καθιζήσεις και ενδεχόμενη πυρκαγιά στα διυλιστήρια.
Σε περίπτωση σεισμού ανάλογου με αυτόν που σημειώθηκε στις 20 Ιουνίου του 1978, αυξημένες ζημιές θα παρατηρηθούν σε κτίρια της περιοχής αεροδρομίου, παραλίας Πυλαίας, Ταγαράδων, Ραιδεστού και Βασιλικών και γενικότερα σε περιοχές των νοτιοανατολικών προαστίων της Θεσσαλονίκης. Ζημιές θα υποστούν και κτίρια στον κεντρικό δήμο της Θεσσαλονίκης και στους Αμπελόκηπους. Οι περισσότερες καθιζήσεις εδάφους, λόγω της ρευστοποίησης (μόνιμες εδαφικές παραμορφώσεις), θα σημειωθούν στις περιοχές Χαλάστρας, Καλοχωρίου και Σίνδου και γενικότερα σε περιοχές της δυτικής παράκτιας ζώνης του κόλπου της Θεσσαλονίκης. Καθιζήσεις θα σημειωθούν και στις παράκτιες περιοχές των δήμων Μίκρας και Θερμαϊκού.
Τα παραπάνω συμπεράσματα για τις τραγικές επιπτώσεις ενός ενδεχόμενου σεισμού προέκυψαν από το ερευνητικό πρόγραμμα SRM-LIVE που χρηματοδοτήθηκε από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και εκπονήθηκε από 35 φορείς, υπό το συντονισμό του Εργαστηρίου Εδαφομηχανικής, Θεμελιώσεων και Γεωτεχνικής Σεισμικής Μηχανικής του ΑΠΘ, με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή Κυριαζή Πιτιλάκη. «Η έρευνα αποτελεί ένα εργαλείο που παραδόθηκε στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας και σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς της Θεσσαλονίκης που είναι πολλοί, η περιφέρεια, η νομαρχία, η ΕΥΑΘ, όσοι δήμοι συμμετείχαν. Θα πρέπει να το χρησιμοποιήσουν για τη χάραξη της αντισεισμικής πολιτικής.
Σε ποιο βαθμό θα το κάνουν, δεν είμαστε εμείς που θα τους κινητοποιήσουμε. Εμείς προφανώς βοηθάμε όποτε μας το ζητήσουν σε όλες τις κατευθύνσεις ακόμη και για περαιτέρω εξειδίκευση της έρευνας αλλά και σε άλλα θέματα. Προηγήθηκαν κι άλλες μελέτες από το τμήμα μας και από το πανεπιστήμιο.
Αντιμετωπίσαμε σε ένα βαθμό σύγχρονο και προχωρημένο το ζήτημα. Εναπόκειται όμως πλέον στην πολιτεία να δράσει», τόνισε στη «Μ» ο κ. Πιτιλάκης, διαπιστώνοντας ότι ακόμη δεν έχει γίνει καμία ενέργεια από την πολιτεία ή τους φορείς για αντισεισμική θωράκιση βάσει της συγκεκριμένης έρευνας. Όπως προέκυψε από την έρευνα, σε περίπτωση σεισμού μεγέθους 6,5 βαθμών προβλέπονται εκτεταμένες βλάβες σε τέσσερις γέφυρες του οδικού δικτύου στην περιοχή του αεροδρομίου «Μακεδονία» και σε μία γέφυρα στην πλευρά της δυτικής εισόδου. Πέντε γέφυρες θα υποστούν μέτριες βλάβες, ενώ 43 γέφυρες δεν θα πάθουν ζημιά. Οι κεντρικοί δρόμοι της Θεσσαλονίκης θα αποκλειστούν και το πλάτος τους θα περιοριστεί στο μισό του κανονικού λόγω αστοχιών και καταρρεύσεων στα παρόδια κτίρια. Οι δρόμοι που προβλέπεται να αποκλειστούν σε μεγάλο ποσοστό είναι η οδός Μητροπόλεως από τη Βενιζέλου μέχρι τη Διαγώνιο, η Ίωνος Δραγούμη από την Εγνατία μέχρι τη Φιλίππου, η Αγίας Σοφίας από την Εγνατία μέχρι την Αγίου Δημητρίου και η Κασσάνδρου από την Αγίας Σοφίας μέχρι την πλατεία Μουσχουντή. Σε τμήματα τους θα αντιμετωπίσουν σημαντικό πρόβλημα η Μαρτίου, η Μπότσαρη, η Καυταντζόγλου, η Λαμπράκη και η Παπαναστασίου. Η Δελφών θα αποκλειστεί σε μικρό ποσοστό. Προβλήματα θα υπάρξουν σε περίπου 50 κόμβους του δήμου Θεσσαλονίκης. Δραματικό είναι το σενάριο της πυρκαγιάς, καθώς σε περίπτωση σεισμού υπάρχει κίνδυνος εκδήλωσής της στην περιοχή των διυλιστηρίων των ΕΛΠΕ στη δυτική Θεσσαλονίκη.
Περισσότεροι από 40 πυροσβεστικοί κρουνοί στη δυτική Θεσσαλονίκη, στο κέντρο και στην Καλαμαριά θα τεθούν εκτός λειτουργίας. Μέτριες βλάβες θα σημειωθούν σε όλες τις προβλήτες του λιμανιού Θεσσαλονίκης, εκτός από την Α’ προβλήτα. Στην έρευνα μελετήθηκε και η αντοχή του δικτύου ύδρευσης, η οποία κρίθηκε σε γενικές γραμμές ικανοποιητική. Ωστόσο, στην παραλιακή ζώνη της Καλαμαριάς και στον άξονα της δυτικής εισόδου αναμένεται να προκληθούν εκτεταμένες βλάβες, καθώς και στον άξονα της λεωφόρου Νίκης. Εκτεταμένες βλάβες προβλέπονται και σε πέντε αντλιοστάσια, τρία δυτικά και δύο στις Συκιές, καθώς και στον Άγιο Παύλο. Όλες οι δεξαμενές της ΕΥΑΘ θα υποστούν μικρές βλάβες. Θραύση αγωγών αποχέτευσης εκτιμάται ότι θα συμβεί μόνο σε μικρή έκταση στο Καλοχώρι, καθώς και διαρροές σε τμήματα αγωγών στο λιμάνι και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Μέτριες βλάβες θα προκαλέσει ο σεισμός σε 11 αντλιοστάσια του αποχετευτικού δικτύου κατά μήκος της παραλιακής ζώνης, από το λιμάνι μέχρι τη νέα παραλία, σε ένα αντλιοστάσιο στην Καλαμαριά και σε ένα στην Πυλαία.
ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΤΙΡΙΑ
Χαμηλή βαθμολογία ως προς τη δομική στατικότητά τους παίρνουν τα περισσότερα δημόσια νοσοκομειακά κτίρια της Θεσσαλονίκης. Όπως έδειξαν τα στοιχεία των προσεισμικών ελέγχων, η μέση βαθμολογία των κτιριακών μονάδων των δημόσιων νοσοκομείων της Θεσσαλονίκης είναι 2,75 μονάδες με άριστα το 5 και οριακό σημείο που έθεσε η ερευνητική ομάδα τις 2 μονάδες. Βαθμολογία μέχρι 2,5 μονάδες δίδεται στο 50% των κτιρίων. Το μέσο έτος κατασκευής των 331 νοσοκομειακών κτιριακών μονάδων της πόλης σε όλη την επιφάνειά τους είναι το 1969, δηλαδή πριν από 40 χρόνια. Ορισμένα συγκροτήματα, όπως το Ειδικών Παθήσεων, το «Γεννηματάς» και ο «Άγιος Δημήτριος», είναι μεγαλύτερης ηλικίας.
Τα πρόσφατα κτίρια, της περιόδου 1995-2002, που έγιναν δηλαδή μετά τη θέσπιση του νέου αντισεισμικού κανονισμού, έχουν καλύτερες προδιαγραφές. Η ανανέωση του νοσοκομειακού κτιριακού δυναμικού είναι της τάξης του 1%-2% ετησίως. Ο πρώτος προσεισμικός έλεγχος των δημόσιων κτιρίων ξεκίνησε το 1999 από ομάδα ερευνητών του ΑΠΘ, με επικεφαλής τον καθηγητή Κοσμά-Αθανάσιο Στυλιανίδη, με χρηματοδότηση της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, και αφορούσε 331 νοσοκομειακά κτίρια, 168 σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τα κτίρια του ΑΠΘ.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των ελέγχων στο 1/3 των σχολικών κτιρίων που ολοκληρώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2003, μεγάλος αριθμός από αυτά (40%) χαρακτηρίζονται (α) από την παλαιότητα και (β) από τη μη επαρκή -εξαιτίας της παλαιότητας- αντισεισμική προστασία. Όσον αφορά τα κτίρια του ΑΠΘ, από τα 150 στατικά ανεξάρτητα κτίρια χρειάζεται επανέλεγχος σε 60. Στη συνέχεια ελέγχθηκαν 30 από τα 60 κτίρια και διαπιστώθηκε ότι στα 5 απαιτούνται παρεμβάσεις ενίσχυσης. Ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), βάσει του προγράμματος του ΑΠΘ, ξεκίνησε το 2001 ταχύ οπτικό έλεγχο δημόσιων κτιρίων και κτιρίων κοινωφελούς χρήσης, ο οποίος είναι ακόμη, οκτώ χρόνια μετά, σε εξέλιξη. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των δημόσιων κτιρίων σε όλη τη χώρα φτάνει στις 80.000. «Έγινε απογραφή σε 6.000 κτίρια και αφού ολοκληρώθηκε ο οπτικός έλεγχος στείλαμε τα έγγραφα στις νομαρχίες, για να προχωρήσουν σε δευτεροβάθμιο έλεγχο», αναφέρει στη «Μ» ο διευθυντής του ΟΑΣΠ Νικήτας Παπαδόπουλος. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των επιστημόνων του ΟΑΣΠ, δευτεροβάθμιος έλεγχος απαιτείται σε ποσοστό 25% των κτιρίων που ελέγχθηκαν.
Οργανισμός Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ) ξεκίνησε επίσης το 2004 πρόγραμμα ελέγχου των σχολικών κτιρίων. Στη Θεσσαλονίκη γίνονται έλεγχοι σε 235 σχολικά κτίρια, κτισμένα πριν από το 1959, και σε 5.000 περίπου κτίρια σε όλη τη χώρα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου